- κλισιηνδε
- κλισίηνδεκλῐσίην-δεadv. в палатку, в шалаш Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κλισίηνδε — (Α) επίρρ. στην καλύβα ή προς αυτήν («ἕπεο, κλισίην δ ἴομεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. κλισίην + επιρρμ. κατάλ. δε, δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως] … Dictionary of Greek
κλισίηνδε — into indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισίηνδ' — κλισίηνδε , κλισίηνδε into indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)